- προσγεννώ
- -άω, Αγεννώ, παράγω επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσγέννημα — τὸ, Α [προσγεννῶ] το πρόσθετο γέννημα … Dictionary of Greek
προσγέννησις — ήσεως, ἡ, Α [προσγεννῶ] πρόσθετη γέννηση … Dictionary of Greek
προσγεννητός — όν, Α [προσγεννῶ] 1. αυτός που γεννήθηκε πάλι 2. μτφ. επίκτητος … Dictionary of Greek